σκεπτοσύνη

σκεπτοσύνη
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπτομαι, μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *σκεπτός (πρβλ. λεπτοσύνη: λεπτός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκεπτοσύνης — σκεπτοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτοσύνας — σκεπτοσύνᾱς , σκεπτοσύνη fem acc pl σκεπτοσύνᾱς , σκεπτοσύνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”